- φύγδην
- Αεπίρρ. φύγδα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τς ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην, φύρ-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάγδην — (Α) επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λάξ) + επιρρμ. κατάλ. δην. Το κ τού θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο γ αφομοιωτικά προς το ηχηρό δ που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek